αθέσπιστος

αθέσπιστος
-η, -ο (Μ ἀθέσπιστος, -ον) [θεσπίζω]
αυτός που δεν θεσπίστηκε, ο ανομοθέτητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθέσπιστος — η, ο αυτός που δε θεσπίστηκε, αθεσμοθέτητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”